ζάκορος

ζάκορος
ζάκορος, ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ)
νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού («ζάκορος θεῶν», Πλούτ.)
μσν.
(το ουδ.) ζάκορον
(κατά τον Νικ. Χων.) «γυναικάριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζακόρος θεωρείται ορθότερος από τον ζάκορος. Σύνθ. < ζα* + -κόρος (< κορώ «σκουπίζω, καθαρίζω» πρβλ. νεω-κόρος, σηκο-κόρος). Το αντίστοιχο μυκηναϊκό dakoro δείχνει πως το αρχικό δα- ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *dm συνεσταλμένη βαθμίδα τής *dem- «χτίζω, κατασκευάζω» (πρβλ. δέμω*, δάπεδο*) μια από τις σημασίες τής ετεροιωμένης βαθμίδας *dom (> δόμος) τής οποίας είναι «ναός». Δακόρος λοιπόν είναι εκείνος που καθαρίζει, φροντίζει τον ναό, ο υπηρέτης τού ναού. Αν η ετυμολογία αυτή ευσταθεί, τότε το αρχικό α' συνθετικό δα- αντικαταστάθηκε από το ζα- με την ίδια παρετυμολογική σύνδεση που δημιούργησε παράλληλο τ. ζά-πεδον στο δά-πεδον*. Άλλη παρετυμολογία στους αρχαίους χρόνους συνέδεσε το ζα- τού ζα-κόρος με το διά τού διά-κονος.
ΠΑΡ. αρχ. ζακορεύω.
ΣΥΝΘ. αρχ. αρχιζακόρος, υποζακόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ζάκορος — attendant in a temple masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάκορος — attendant in a temple masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζακόροιο — Ζάκορος attendant in a temple masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζακόροιο — ζάκορος attendant in a temple masc/fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζακόρου — Ζάκορος attendant in a temple masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζακόρου — ζάκορος attendant in a temple masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζακόρους — Ζάκορος attendant in a temple masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζακόρους — ζάκορος attendant in a temple masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζακόρων — Ζάκορος attendant in a temple masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζακόρων — ζάκορος attendant in a temple masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”